Γράφει κάπου ο Pessoa: «Η όραση είναι η αφή του πνεύματος»[1]. Τα λόγια αυτά ήρθαν στο νου μου καθώς διάβαζα την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Σαράτση, «Πρόσφορο Χώμα», από τις εκδόσεις Στίξις. Στο βιβλίο αυτό, η εικονοποιία μοιάζει με αφορμή [ή και άλλοθι] για μια εσωτερική (αρχικά) αναζήτηση του ποιητικού υποκειμένου κι εν συνεχεία την αποτύπωση των ψυχικών διακυμάνσεών του στο φυσικό τοπίο· σαν μια προσπάθεια εξωτερίκευσης των σπαραγμάτων μιας πάλλουσας εαυτότητας. Η θλίψη για την μοίρα του τόπου και τις χαμένες προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς, που χτυπήθηκε από την λαίλαπα των συνεχόμενων κρίσεων. Η αδυναμία απόλαυσης των όποιων καρπών των ακατάπαυτων μαχών με την επιβίωση και το στείρο της καθημερινότητας. Η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και η αποξένωσή του από το γύρω περιβάλλον. Η θνήσκουσα φύση και η απνευμάτιστη εποχή. Είναι κάποια από τα θέματα που πραγματεύεται ο Σαράτσης. Σε μια γραφή πικρή και σκληρή. Χωρίς βερμπαλιστικές και φορμαλιστικές εξάρσεις. Με το μέτρο
Η επαφή με τη γη και δη τη λεγόμενη «πατρική γη», είναι κάτι που μέσα στον ορίζοντα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, όχι μόνο θεωρείται απευκταίο αλλά και πολλές φορές απαγορευτικό. Ιδιαίτερα δε, όταν αυτή συνδέεται με τη βαθύτερη έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων και σκέψεων, που αποτελούν τον βασικό πυρήνα της πραγματικής και μη «σχολακιστικής» ποίησης· η οποία μας επιτρέπει να δομήσουμε μια γέφυρα μεταξύ της λογικής, της διαίσθησης και των συναισθημάτων, μια γέφυρα δηλαδή μεταξύ του ανθρώπου και του πνεύματος. Πάνω σε αυτή τη βάση κινείται το «Πρόσφορα χώμα» του Γιώργου Σαράτση, το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα. Μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή αχνοφαίνεται το προσωπικό στίγμα του ποιητή, σε συνάρτηση όμως με τον τόπο του, αφού εν τέλει και οι δύο μοιράζονται την ίδια μοίρα ( Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου/ θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου ). Εκκινώντας από την έκφραση του προσωπικού εαυτού, παρατηρούμε ένα ποιητικό υποκείμενο που μετατρέπει